emanus the b-logus
ό,τι να 'ναι
Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020
Ορισμοί
[Cambridge Dictionary]
living room
noun
[ C ]
uk /ˈlɪv.ɪŋ ˌruːm/
us /ˈlɪv.ɪŋ ˌruːm/
the room in a house or apartment that is used for relaxing in and entertaining guests
[Εμείς]
Οκ, το χουμε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου